Λειβηθρίδες

Λειβηθρίδες
Λειβηθρίδες ή Λειβηθριάδες ή Λειβήθριαι, αἱ (Α) [Λείβηθρον]
φρ. «Λ(ε)ιβηθρίδες νύμφαι» ή «Λ(ε)ιβηθριάδες νύμφαι» — νύμφες που πολλές φορές τίς συνέχεαν με τις Μούσες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Λειβηθρίδων — Λειβηθρίδες wet country fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”